Η μείζονα κατάθλιψη είναι μια χρόνια ασθένεια. Οι καταθλιπτικές διαταραχές ήταν η δεύτερη αιτία διαταραχών το 2010 στον Καναδά, τις ΗΠΑ και αλλού. Όταν η κατάθλιψη σχετίζεται με την αυτοκτονία και τα εγκεφαλικά επεισόδια, τότε τα ποσοστά θνησιμότητας της αυξάνονται. Οι ασθενείς με κατάθλιψη συνεχώς αυξάνονται και σύμφωνα με τα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά αναμένεται ως το 2030, η κατάθλιψη να είναι η πιο διαδεδομένη διαταραχή. Ήδη αποτελεί την πιο διαδεδομένη διαταραχή στις γυναίκες.
Μεταξύ των δεκαετιών από 1990-2010 στον Καναδά, η μείζονα κατάθλιψη ήταν η δεύτερη συχνότερη διαταραχή, μετά τη νόσο Alzheimer. Ταυτόχρονα, οι γυναίκες φαίνεται να πλήττονται περισσότερο από τους άντρες, σε ποσοστό 1.7:1. Αν και οι οικονομικο-κοινωνικές διαφορές (εκπαίδευση, μηνιαίο εισόδημα κτλ.) επηρεάζουν τα ποσοστά εμφάνισης της κατάθλιψης, φαίνεται πως υπάρχουν και βιολογικοί δείκτες που είναι ιδιαιτέρως σημαντικοί και επηρεάζουν την κατάθλιψη, επίσης. Η κατάθλιψη είναι δύο φορές περισσότερο πιθανό να εμφανιστεί σε νεαρές γυναίκες απ’ ότι σε νεαρούς άντρες (ηλικίας 14-25 ετών). Σε ηλικίες άνω των 65 ετών, οι άντρες και οι γυναίκες φαίνεται να πάσχουν από κατάθλιψη σε ποσοστά σχεδόν παρόμοια.
Παρόλα αυτά οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να ακολουθήσουν μια φαρμακευτική αγωγή (αντικαταθλιπτικά) για την καταπολέμηση της κατάθλιψης, συγκριτικά με τους άντρες. Στην εφηβική ηλικία ή στα early 20s είναι πιθανό τα ποσοστά της κατάθλιψης είναι υψηλά επειδή οι περισσότεροι ασθενείς σε αυτές τις ηλικίες δεν λαμβάνουν κάποια φαρμακευτική αγωγή.
Επίσης, πολλές φορές η κατάθλιψη δε διαγιγνώσκεται στην εφηβική ηλικία, καθότι αρκετοί ψυχίατροι/ εκπαιδευτικοί/ γονείς θεωρούν πως η συμπεριφορά του εφήβου είναι αποτέλεσμα «εκκεντρικότητας» και αποδίδουν την κατάθλιψη στην ηλικία και τις ορμόνες της εφηβείας.
Οι λόγοι που μπορεί να φέρουν έναν άνθρωπο σε κατάθλιψη διαφέρουν από γυναίκες σε άντρες. Οι γυναίκες φαίνεται να υποφέρουν από κατάθλιψη για λόγους περισσότερο ενδοπροσωπικούς (π.χ. χαμηλή αυτοεκτίμηση), ενώ οι άντρες περισσότερο για εξωπροσωπικούς λόγους (π.χ. ανεργία). Σε μια μελέτη με διζυγωτικά δίδυμα φάνηκε ότι οι γυναίκες είναι περισσότερο ευαίσθητες στις ενδοπροσωπικές σχέσεις, ενώ οι άντρες εστιάζουν περισσότερο σε ζητήματα καριέρας. Επιπλέον, οι γυναίκες φαίνεται να βιώνουν καταθλιπτικά επεισόδια που σχετίζονται με αιτίες, όπως: προεμμηνορροϊκή δυσφορική διαταραχή, κατάθλιψη μετά τον τοκετό και μετεμμηνοπαυσιακή κατάθλιψη και άγχος, που σχετίζονται με αλλαγές στις ορμόνες των ωοθηκών. Μέχρι σήμερα, δεν έχουν αναπτυχθεί θεραπείες ειδικά για τις γυναίκες, ειδικά για τις προαναφερθείσες αιτίες. Το γεγονός ότι ο αυξημένος επιπολασμός της κατάθλιψης συσχετίζεται με ορμονικές αλλαγές στις γυναίκες, ιδιαίτερα κατά την εφηβεία, πριν από την εμμηνόρροια, μετά την εγκυμοσύνη και κατά την εμμηνόπαυση, υποδηλώνει ότι οι γυναικείες ορμονικές διακυμάνσεις μπορεί να προκαλέσουν κατάθλιψη. Ο κίνδυνος κατάθλιψης φαίνεται να αυξάνεται κατά τη διάρκεια της περιμηνοπαυσιακής μετάβασης.
Οι μελέτες υποδηλώνουν ότι τα οιστρογόνα μπορεί να έχουν προστατευτική επίδραση στην παθολογία που βρίσκεται κάτω από την κατάθλιψη και ότι η μείωση των οιστρογόνων μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο κατάθλιψης. Γιατί λοιπόν οι άνδρες, που δεν έχουν συστηματικό οιστρογόνο, έχουν χαμηλότερα ποσοστά κατάθλιψης από τις γυναίκες; Η έρευνα έδειξε ότι στον αρσενικό εγκέφαλο η τεστοστερόνη μετατρέπεται σε οιστρογόνα μέσω ενδογενούς αρωματάσης (CYP19). Ωστόσο, οι άνδρες έχουν επίσης σεξουαλικά διμορφικούς πυρήνες του εγκεφάλου, ιδιαίτερα στον υποθάλαμο, οπότε η χαμηλότερη επικράτηση της κατάθλιψης στους άνδρες είναι πιθανώς πιο περίπλοκη, λόγω όχι μόνο των ορμονικών διαφορών, αλλά και των αναπτυξιακών διαφορών στον εγκέφαλο.
Η διαφορά φύλου στα ποσοστά κατάθλιψης αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι οι άνδρες και οι γυναίκες είναι διαφορετικοί: οι γυναίκες έχουν 2 αντίγραφα του χρωμοσώματος Χ (ΧΧ), ενώ οι άνδρες έχουν 1 αντίγραφο Χ και ένα Υ (ΧΥ). Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αυτή η
θεμελιώδης γενετική διαφορά ενέχει διαφορές στην προδιάθεση για ψυχικές ασθένειες είναι ένα πολύπλοκο πρόβλημα που απομένει να αποσαφηνιστεί.
Οι κοινωνικοί παράγοντες που προκαλούν κατάθλιψη στις γυναίκες πιθανόν έχουν βιολογική προέλευση, όπως διαφορές στη φυσική δύναμη και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, οδηγώντας σε υψηλότερο επιπολασμό της κατάθλιψης στις γυναίκες. Ίσως αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι οι κοινωνικές στάσεις για την προώθηση της ισότητας. Ωστόσο, αυτό έχει συμβεί στη Δύση και δεν έχει αποφέρει σαφή αλλαγή στην αναλογία κατάθλιψης γυναικών: ανδρών. Παρόλα αυτά, παρά την πολυπλοκότητα αυτή, πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι βιολογικοί παράγοντες, όπως η διακύμανση των επιπέδων ορμονών των ωοθηκών και ιδιαίτερα η μείωση των οιστρογόνων , μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του επιπολασμού της κατάθλιψης και του άγχους στις γυναίκες. Οι στρατηγικές που προσπαθούν να μετριάσουν τη μείωση των οιστρογόνων στις γυναίκες λειτουργούν προφυλακτικά για την κατάθλιψη.
* Murray CJ, Atkinson C, Bhalla K, et al. The state of US health, 1990-2010: burden of diseases, injuries, and risk factors. JAMA 2013; 310:591-608.
Kendler KS, Gardner CO. Sex differences in the pathways to major depression: a study of opposite-sex twin pairs. Am J Psychiatry 2014; 171:426-35.
Gillies GE, McArthur S. Estrogen actions in the brain and the basis for differential action in men and women: a case for sex-specific medicines. Pharmacol Rev 2010; 62:155-98.
Albert PR. Why is depression more prevalent in women? J Psychiatry Neurosci 2015;40(4).